Το Μουσικό Σχολείο Βόλου διοργανώνει μια εκδήλωση αφιερωμένη στο λαϊκό δρώμενο των ‘Μάηδων’, η οποία θα παρουσιαστεί στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Σχολείου, την Τετάρτη 4 Μάη και ώρα 19:00.
Στην εκδήλωση θα μιλήσουν σχετικά με το έθιμο οι: Αλέξανδρος Καπανιάρης, Διδάκτορας Ψηφιακής Λαογραφίας, Καθηγητής – Σύμβουλος ΕΑΠ-ΕΛΠ και Νίκος Τσούκας, Κοινοτάρχης Μακρινίτσας κατά τα έτη 1990-2002.
Επίσης, το φωνητικό σύνολο Παραδοσιακού Τραγουδιού με μαθητές των τάξεων Β3 και Β4 Γυμνασίου θα παρουσιάσει τραγούδια του δρώμενου και της λαϊκής τοπικής παράδοσης με την οργανική συνοδεία καθηγητών και μαθητών, υπό την επίβλεψη των καθηγητών Βαγγέλη Μπαντελά και Βασίλη Αγροκώστα. Οι μαθητές και οι μαθήτριες του σχολείου, με έναν βιωματικό τρόπο μέσω της μουσικής, γίνονται κοινωνοί της παράδοσης και είναι αυτοί που θα συνεχίσουν την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου μας.
Συνοδεύουν οι καθηγητές: Βασίλης Αγροκώστας (λύρα), Βαγγέλης Μπαντελάς (ζουρνάς, κλαρίνο), Περικλής Ζήσης (λαούτο), Γεδίκης Κώστας (κιθάρα), Χρήστος Θωμαΐδης (μπάσο), που ακούραστα εμπνέουν στους νεότερους τις αξίες της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Οι ‘Μάηδες’ αποτελούν ένα μαγικο-θρησκευτικό δρώμενο που κατά παράδοση επιτελούνταν σε διάφορα χωριά του Πηλίου την Πρωτομαγιά, ή και τις πρώτες μέρες του Μάη και σύμφωνα με τις επικρατέστερες θεωρήσεις, εντάσσεται σε ένα πιο διευρυμένο σύνολο εποχικών, διαβατήριων αγερμικών δρώμενων, που ενδεχομένως ορισμένες πτυχές τους να έχουν τις ρίζες τους σε προ-χριστιανικές θρησκευτικές και λατρευτικές παραδόσεις του ευρύτερου νοτιο-ανατολικού Βαλκανικού χώρου. Συμμετέχουν μόνο άντρες που υποδύονται διάφορους δραματοποιημένους ρόλους, φορώντας ανάλογες ενδυμασίες. Οι χαρακτήρες που εμφανίζονται είναι: ο ‘Γενίτσαρος’, το ‘Κορίτσι’, ο ‘Χότζας’, τα ‘Ζεμπέκια’, ο ‘Γύφτος’ και η ‘Γύφτισα’, ο ‘Αρκουδιάρης’ με την ‘Αρκούδα’, ο ‘Διάβολος’, τα ‘Φραγκούλια’, ο ‘Γιατρός’ και βέβαια ο ‘Μάης’, ένα λουλουδοφορεμένο νέο αγόρι που είναι η προσωποποίηση της Άνοιξης. Σε επίπεδο εσωτερικών μηνυμάτων του δρωμένου, θεωρείται ότι πραγματώνει μια ιεροτελεστία για την Άνοιξη, μέσω της οποίας επιδιώκεται τελετουργικά η επίτευξη της «καλοχρονιάς», η ανθοφορία, η ευκαρπία και η γονιμότητα της μητέρας-Γης.
Βέβαια, δε θα πρέπει να παραβλέπονται και εκείνες οι πλευρές της λειτουργικότητας του δρωμένου που είχαν να κάνουν με πιο πρακτικές ανάγκες των τοπικών κοινοτήτων, όπως για παράδειγμα, την ψυχαγωγία και το ξεφάντωμα, αλλά παράλληλα και την εξασφάλιση της αγαστής σχέσης με τις διοικητικές αρχές, ιδιαίτερα κατά την μακρά Οθωμανική περίοδο, εξ ου και η παρείσφρηση των χαρακτήρων των ‘Ζεμπεκιών’ και του ‘Χότζα’, με τις αντίστοιχες ενδυμασίες, πράγμα το οποίο σύμφωνα με τις προφορικές μαρτυρίες γεροντότερων εξυπηρετούσε τον προειρημένο σκοπό. Επίσης, κατά την επιτέλεση μνημονεύεται σε παλιότερες εποχές η συλλογή κάποιων αγαθών, ή και χρημάτων για τον προσπορισμό των θιασωτών, καθώς και, σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, για την ενίσχυση των τοπικών επαναστατικών κινημάτων των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αι. ενάντια στη Σουλτανική εξουσία. Μέσα στο χρόνο έχουν επισωρευτεί στο δρώμενο ετερογενή πολιτισμικά στοιχεία τα οποία φέρουν ενδείξεις διεθνοτικών και διατοπικών πολιτισμικών αλληλεπιδράσεων στην ενδυμασία και τη μουσική (ενδεχομένως και αλλού), χωρίς όμως να είναι γνωστά σημαντικά δεδομένα, όπως: ποίος ήταν ο αρχικός φορέας των στοιχείων αυτών, ποιο το δίκτυο και ο μηχανισμός ‘μεταφοράς’ τους, σε ποιο βαθμό παραλλάχτηκαν/ ‘αφομοιώθηκαν’, καθώς και πότε, για ποιο σκοπό και με ποιες διαδικασίες εγκολπωθήκαν. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι, στο δρώμενο των ‘Μάηδων’ μέσα από την ποικίλη τυπολογία των χαρακτήρων και τη μορφολογική διαφοροποίηση των σκοπών, αναδεικνύεται ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον, που μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι δεν απείχε και πολύ από την κοινωνική πραγματικότητα της περιοχής κατά τα χρόνια της ύστερης Οθωμανικής περιόδου, εποχή όπου θεωρείται ότι το έθιμο ήταν σε μεγάλη άνθιση.
Απαραίτητη μουσική συνοδεία των χορευτών αποτελούν οι ζουρνάδες και τα νταούλια, που παίζουν συγκεκριμένες μελωδίες για τον κάθε χαρακτήρα και οι οποίες ακούγονται σχεδόν αποκλειστικά στα πλαίσια του δρώμενου. Παλιότερα, ομάδες ‘Μάηδων’ συγκροτούνταν σε διάφορα χωριά του μεσημβρινού Πηλίου, όπως η Μακρινίτσα, η Πορταριά, ο Άγιος Λαυρέντης, η Δράκεια, ο Άγιος Γεώργιος Νηλείας κ.ά. Ο κάθε θίασος το ‘μπουλούκι’ -όπως το λένε- ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό συγκεκριμένο τελετουργικό που περιλαμβάνει χορευτικο-μιμιτικές δράσεις, αφού περιφερόταν στις συνοικίες του κάθε οικισμού, επιτελούσε την παράσταση σε κεντρικά σημεία του χωριού και πολλές φορές περιόδευε και σε γειτονικά χωριά, ή και στην πόλη του Βόλου. Όπως αναφέρουν μάλιστα, κάποιοι συγγραφείς κατά την περίοδο πριν την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό κράτος (1881), τα ‘μπουλούκια’ των ‘Μάηδων’ παρουσίαζαν το δρώμενο πρώτα μπροστά στην Οθωμανική διοίκηση του Κάστρου του Βόλου ζητώντας την άδεια και λαμβάνοντας πολλές φορές πλούσιες ανταμοιβές από τους Οθωμανούς αξιωματούχους. Το δρώμενο διατήρησε τη δυναμική του και την -σε ετήσια βάση- παρουσία του στον εθιμικό κύκλο μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. Με το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο σταμάτησε για αρκετά χρόνια και ξεκίνησε εκ νέου ως αναβίωση το 1957 από την Κοινότητα Μακρινίτσας με πρωτεργάτη τον αείμνηστο Σπύρο Κουϊκούμη, Πρόεδρο της Κοινότητας επί σειρά ετών. Με διάφορες βραχυχρόνιες, ή πιο μακροχρόνιες διακοπές, η προσπάθεια αναβίωσης και διατήρησης της περιοδικότητας του συνεχίστηκε κατά τις επόμενες δεκαετίες ως τις μέρες μας, αποκλειστικά πλέον, από τις εκάστοτε διοικήσεις και τα μέλη του Προοδευτικού Συλλόγου και της Δημοτικής Κοινότητας Μακρινίτσας. Σήμερα, το δρώμενο επιτελείται μόνο στην Μακρινίτσα από άτομα του χωριού και χάρη στις προσπάθειες των Αλέξανδρου Καπανιάρη και Νίκου Τσούκα, οι οποίοι υπέβαλαν σχετικό φάκελο στο Υπουργείο Πολιτισμού, έχει πρόσφατα εγγραφεί στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, με ιδιαίτερο χαρακτηρισμό τοπικότητας, δηλαδή, ως «οι Μάηδες της Μακρινίτσας», διαμορφώνοντας έτσι μια νέα δυναμική και προοπτική για το έθιμο.